Οι προβλέψεις του CSIL για την αγορά επίπλου

Ποιες είναι οι προβλέψεις του CSIL (Center for Industrial Studies) για το νέο έτος; 

Το εντυπωσιακό του θέματος είναι πως την τελευταία δεκαετία η εμπορική ζήτηση έχει αυξηθεί κατά πολύ περισσότερο, συγκριτικά με την παραγωγική δραστηριότητα.  (Η εξαγωγή των αποτελεσμάτων προκύπτει από το μέσο όρο της εισαγωγικής και εξαγωγικής δραστηριότητας 70 χωρών). Ενδεικτικό της αύξησης που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια, είναι πως το 2009 ο ετήσιος τζίρος άγγιζε τα 94 δις δολάρια, ενώ το 2014 ο τζίρος άγγιξε τα 135 δις δολάρια, με μικρή μείωση μέσα στο 2015 και 2016. 

Όμως για το τρέχον έτος δεν μπορούν να διεξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, μιας και κανείς δεν ξέρει ποιος θα είναι ο αντίκτυπος του Brexit, αλλά και της κυβέρνησης Trump στο διεθνές εμπόριο. Παρόλα αυτά τη μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα έχουν οι χώρες: Κίνα, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία και Βιετνάμ. Τα προϊόντα αυτών των χωρών «ταξιδεύουν» κυρίως προς τις αγορές της Αμερικής, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, αλλά και του Καναδά! Η σημαντικότερη όμως αλλαγή που συντελέστηκε εντός του 2016, ήταν η μείωση των κινέζικων εξαγωγών, ενώ στον αντίποδα το Βιετνάμ υπήρξε μια από τις χώρες που εμφάνισε τη μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα. 

Σημαντικά όμως αυξήθηκε κι η αγορά των Η.Π.Α. ,μιας και οι εισαγωγές άγγιξαν τα 32 δις δολάρια το 2016, συγκριτικά με τα 23 δις το 2010, νούμερο που αποδεικνύει πως η αγορά επίπλου της Αμερικής έδωσε πνοή ζωής στο κλάδο του επίπλου. Συνολικά η παγκόσμια κατανάλωση επίπλου πέρασε από αρκετές διακυμάνσεις, ιδιαιτέρως το 2009 που ήταν η χρονιά της μεγάλης ύφεσης, όπου από το 2010 κι έπειτα ξεκίνησε η ανάκαμψη. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του ινστιτούτου, το 2016 ήταν μια εξαιρετική χρονιά μιας και η συνολική κατανάλωση επίπλων σε παγκόσμιο επίπεδο, άγγιξε τα 396 δις δολάρια. 

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών αναλυτών του Ινστιτούτου το 2017 αναμένεται αύξηση στην κατανάλωση, κατά 2,7% σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ταχύτερα αναπτυσσόμενη αγορά θα εξακολουθήσει να είναι της Ασίας, ενώ μεγάλες προσδοκίες υπάρχουν και από τις αγορές της Βορείου Αμερικής και λιγότερο από τις ευρωπαϊκές αγορές.