Το ξύλινο πάτωμα μετά από κάποια χρόνια χρειάζεται κάποια συντήρηση, ώστε να διατηρήσει την αρχική του λάμψη και τις ιδιότητές του. Αυτές οι εργασίες πρέπει να γίνουν από εξειδικευμένο προσωπικό, που γνωρίζει καλά τον τρόπο και τα υλικά που χρειάζεται για να ξαναγίνει το παρκέ πάλι καινούριο και να διαρκέσει για αρκετό καιρό.
Παλαιότερα για το λουστράρισμα των ξύλινων πατωμάτων και την προστασία από τους ρύπους χρησιμοποιούνταν το φυσικό κερί και άλλα υλικά (παρκετίνες) με βάση το κερί, που απαιτούσαν περιοδική συντήρηση 1-2 φορές το χρόνο, ανάλογα και με τη χρήση. Σήμερα χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα βερνίκια «διαρκείας», που είναι μεγάλης αντοχής, δεν είναι ολισθηρά και πρακτικά έχουν απεριόριστη διάρκεια όταν η χρήση του πατώματος είναι φυσιολογική.
Τα κλασικά ξύλινα δάπεδα λουστράρονται με τον εξής τρόπο:
Επιλέγουμε με προσοχή το βερνίκι πατώματος που επιθυμούμε. Η ποιότητα της επιφάνειας του βερνικιού είναι καθοριστικής σημασίας, αφού αυτό που πρώτα φθείρεται κατά τη χρήση είναι το φίλμ του βερνικιού. Η επιλογή γίνεται μεταξύ βερνικιών πολυουρεθάνης, ακρυλικών και βερνικιών νερού. Επιλέγουμε επίσης και την επιθυμητή απόχρωση και στιλπνότητα. Τα βερνίκια διακρίνονται σε γυαλιστερά (Gloss), ημιγυαλιστερά (Satine) και θαμπά (Μat). Αντί βερνικιού μπορούμε να εμποτίσουμε επίσης το πάτωμα με ειδικά λάδια ή ρητίνες.
Πριν περάσουμε το βερνίκι στο πάτωμα, πρέπει πρώτα να λειάνουμε (να τρίψουμε) το πάτωμα. Το τρίψιμο αυτό γίνεται με ειδικές λειαντικές μηχανές πατωμάτων, που χρησιμοποιούν σταδιακά συνήθως 3 διαφορετικά γυαλόχαρτα (Νο 36 χονδρό, Νο 60 μέτριο, Νο 120 ή 150 λεπτό). Μετά το τρίψιμο ακολουθεί με φαρδιά, ίσια σπάτουλατο στοκάρισμα των λεπτών αρμών που έχουν παραμείνει ανοικτοί, το αστάρωμα και το λουστράρισμα του πατώματος. Κατά την εφαρμογή των υλικών ακολουθούμε με λεπτομέρεια τις οδηγίες του κατασκευαστή.
Η υγρασία των ξύλινων δαπέδων
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Πρότυπο ΕΝ 14342 η υγρασία των ξύλινων δαπέδων κατά την παραγωγή και τη στιγμή της αποστολής τους πρέπει να είναι 9 ± 2%. Για τα ελληνικά δεδομένα η υγρασία του ξύλου των δαπέδων εσωτερικών χώρων κατά την τοποθέτηση θα πρέπει να είναι 7-9 %, ενώ για ξύλινα δάπεδα σε κατοικίες με ενδοδαπέδια θέρμανση η υγρασία πρέπει να είναι αυστηρά 6-7%. Το δάπεδο και γενικά η τοιχοποιία του χώρου που πρόκειται να τοποθετηθεί το ξύλινο πάτωμα θα πρέπει να είναι απόλυτα στεγνό. Αυτό διασφαλίζεται όταν μπορεί να μετρηθεί η υγρασία του δαπέδου (μπετόν) με ειδικό υγρόμετρο και η ένδειξη του υγρομέτρου για την υγρασία είναι κάτω από 3%.
Ιδιαίτερα στα κολλητά δάπεδα, επειδή της τοποθέτησης του κολλητού δαπέδου προηγείται η διάστρωση με τσιμεντοκονία και το αλφάδιασμα της επιφάνειας, θα πρέπει να παρέλθει ένας εύλογος χρόνος (ανάλογα και με την εποχή του έτους), ώστε η τσιμεντοκονία να στεγνώσει. Επίσης και η τοιχοποιία θα πρέπει να είναι στεγνή. Η ανώτερη σχετική υγρασία του αέρα του εσωτερικού χώρου για δωμάτια που θερμαίνονται με κεντρική θέρμανση πρέπει να είναι 75 % και γενικά πρέπει να αποφεύγεται η διαβροχή με κάθε τρόπο των ξύλινων δαπέδων, ειδικά των συμπαγών. Για τον καθαρισμό τους πρέπει να χρησιμοποιούνται απορροφητικές συσκευές (ηλ. σκούπες) ή καλά στραγγισμένα σφουγγαρόπανα.
Πώς συμπεριφέρονται τα ξύλινα δάπεδα στη μετάδοση του ήχου
Τα καρφωτά δάπεδα παρέχουν εξαιρετική θερμική μόνωση, ενώ η ηχητική μόνωση παραμένει χαμηλή, γιατί το ξύλο ιδιαίτερα κατά τη κατεύθυνση των ινών αλλά και η πλάκα από μπετόν είναι καλοί αγωγοί του ήχου. Επίσης το κενό που παραμένει κάτω από τα παρκέτα, λειτουργεί πολλές φορές ως ηχείο. Για αποτελεσματική ηχομόνωση πρέπει μεταξύ της πλάκας από μπετόν και των στοιχείων ξύλου του πατώματος να μεσολαβεί κατάλληλη μονωτική στρώση υλικού από ηχομονωτικά αντικολλητά, διογκωτικές ουσίες, περλίτη, διογκωμένο πολυστυρένιο (φελιζόλ), άμμο κ.α. Σήμερα, σαν υποδομή των καδρονιών μπορεί να χρησιμοποιηθούν επίσης διάφορα ηχομονωτικά υλικά, όπως πεπιεσμένος φελλός, ειδικά μεταλλικά παρεμβύσματα με επίστρωση χοντρού καουτσούκ, κ.α. αλλά και ηχομονωτικά παρεμβύσματα μεταξύ πατώματος και τοιχοποιίας.